16 Απριλίου, 2024

Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού: Ένα ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου με βαρυσήμαντη εθνική και κοινωνική προσφορά

Στην ορεινή περιοχή του Φενεού Κορινθίας και σε απόσταση 75 χιλιομέτρων από το Κιάτο προβάλλει επιβλητικό και εντυπωσιακό ως οικοδόμημα μέσα στα καταπράσινα δάση του Χελμού το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Η περιώνυμη αυτή μονή της ορεινής Κορινθίας δεσπόζει πάνω από τη σύγχρονη τεχνητή λίμνη «Δόξα», στα νερά της οποίας καθρεπτίζονται οι υψηλές κορυφές των Αροανίων (Χελμού) και της Κυλλήνης (Ζήρειας). Έτσι δημιουργείται ένα τοπίο απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, το οποίο έδωσε στην περιοχή του Φενεού Κορινθίας την προσωνυμία «Κορινθιακή Ελβετία». Στη μέση της τεχνητής λίμνης «Δόξα» υπάρχει το γνωστό «Παλαιομονάστηρο», το οποίο εγκατέλειψαν οι μοναχοί, επειδή βρέθηκε πλημμυρισμένο από τα νερά της λίμνης, που εκείνη την εποχή είχαν κατακλύσει τον κάμπο.

Σε μικρή απόσταση από αυτή (1,7 χλμ νότια), στο σημείο όπου συγκεντρώνονται τα νερά των γύρω βουνών με τη δημιουργία του φράγματος Δόξα, είχε κτιστεί κατά τον 14ο αιώνα το παλαιομονάστηρο παλαιό καθολικό της μονής Αγίου Γεωργίου. Η παράδοση λέει πάλι ότι το «Παλιομονάστηρο» το έκτισε κάποιος μοναχός από την επαρχία Καλαβρύτων με δικά του έξοδα και με επαιτεία. Τον 17ο αιώνα το παλαιομονάστηρο εγκαταλείφθηκε όταν η λίμνη Φενεού κατέκλυσε ολόκληρη την κοιλάδα και ανάγκασε τους μοναχούς να χτίσουν ψηλότερα το νέο μοναστήρι. Το παλαιό καθολικό ανήκει στον τύπο σταυροειδούς εγγεγραμμένου με οκτάπλευρο τρούλο. Στα νότια του ναού σώζονται τα ερείπια κτισμάτων που ανήκουν στην αρχική Μονή. Πρόσφατα ο ναός μετονομάστηκε σε Άγιο Φανούριο.

Το μοναστήρι χτίστηκε το 1693, αλλά ανακαινίσθη εκ θεμελίων, λόγω πυρκαγιάς, το 1754. Υπήρξε εξ αρχής σταυροπηγιακό, δηλαδή αδούλωτο κι ελεύθερο, δεσποζόμενο κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο, σαν γνώρισμα υποταγής, έστελνε κάθε χρόνο μια οκά κερί! Σταυροπηγιακό αναφέρεται το μοναστήρι «του Φονιά»· και στον κατάλογο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1797-1798. Αλλά και η αρχαιοτάτη σφραγίδα του μοναστηριού που βρίσκεται στο εκκλησιαστικό μουσείο Κορίνθου φέρει την επιγραφή «Σφραγίς της ιεράς και σταυροπηγιακής μονής του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Φονιά εν τη Πελοποννήσω». Επίσης, επί Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ εξεδόθη Σιγίλλιο το 1797 με το οποίον βεβαιούται ότι το μοναστήρι είναι σταυροπηγιακό. Επειδή, φαίνεται, είχε καεί, οι πατέρες είχαν ξαναζητήσει την αναγνώριση ως σταυροπηγιακό από το Πατριαρχείο. Σε τούτο το Σιγίλλιο ο Γρηγόριος ο Ε’ το ανακηρύσσει Πατριαρχικό και σαν δείγμα υποταγής του να στέλνει το μοναστήρι κάθε χρόνο εκατόν πενήντα γρόσια.

Η μονή περιλαμβάνει σήμερα ένα τριώροφο οικοδόμημα που περικλείεται από ψηλό λιθόκτιστο περίβολο, με επιβλητικό τριώροφο κωδωνοστάσιο και πυλώνα στη νότια πλευρά. Το σχήμα του είναι σχεδόν τετράγωνο, με γενικές διαστάσεις 36,60μ x 30,00μ. Στο κέντρο της μονής βρίσκεται το καθολικό και γύρω από αυτό βρίσκονται διατεταγμένα τα κελιά. Στο ισόγειο υπάρχουν αποθήκες και βοηθητικοί χώροι. Η αυλή είναι πλακόστρωτη, ενώ εξωτερικές κλίμακες οδηγούν στους εξώστες των ορόφων των κελιών. Στον α’ όροφο εκτός από τα κελιά βρίσκονται δύο παρεκκλήσια και δύο χώροι που οδηγούν σε κρύπτες. Στον β’ όροφο βρίσκεται η τράπεζα, η σύγχρονη κουζίνα και το αρχονταρίκι.

Ο ναός, ορθογωνίου σχήματος, έχει εξωτερικές διαστάσεις 15,65μ x 7,49μ. Αποτελείται από εξωνάρθηκα καλυπτόμενο με ξύλινη στέγη, τον νάρθηκα ο οποίος καλύπτεται με θόλο, τον κυρίως ναό, τύπου βασιλικής με τρούλο τον οποίο υποβαστάζουν κάμαρες που ακουμπούν σε 4 ποδαρικά και στο ιερό του ναού στο μέσο του οποίου υπάρχει το βήμα και εκατέρωθεν τα παραβήματα (Πρόθεση και Διακονικό). Από τις τρεις διαιρέσεις μόνο η μεσαία κόγχη προεξέχει εξωτερικά η οποία διαμορφώνεται σε πεντάπλευρο σχήμα. Αργότερα στη δυτική πλευρά του ναού προστέθηκε νεώτερο κτίσμα πλάτους 3,00μ. με καταπακτή που οδηγούσε σε μυστικό χώρο τον οποίο οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν επί Τουρκοκρατίας ως ¨κρυφό σχολειό¨. Το 1740 ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά και το 1754 ανακαινίσθηκε πλήρως.

 Σύμφωνα με την παράδοση η παλαιά μονή του Αγίου Γεωργίου ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα από κάποιον Καλαβρυτινό μοναχό και μετά την εγκατάλειψή της αναζητήθηκε ασφαλέστερη τοποθεσία για την ανοικοδόμηση της νέας μονής. Από την παλαιά μονή σώζεται μέχρι σήμερα ο μικρός ναός που έχει μετονομασθεί σε Άγιο Φανούριο. Το 1693 ιδρύεται η νέα μονή, όπως μαρτυρείται τόσο από την επιγραφή στον τοίχο κοντά στην είσοδο της μονής, όσο και από τη σωζόμενη σφραγίδα «σφραγίς της ιεράς και σταυροπηγιακής μονής του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Φονιά, εν τη Πελοποννήσω, 1693» (Φονιάς ήταν η παλαιά ονομασία του χωριού Πανόραμα). Η μονή ήταν ανέκαθεν σταυροπηγιακή, όπως άλλωστε αναφέρεται και στον κατάλογο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1797 – 1798. Μάλιστα το 1797 επί των ημερών του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ εξεδόθη σιγίλλιο, με το οποίο ανακηρυσσόταν η μονή σταυροπηγιακή. Λίγο πριν από το 1740 το μοναστήρι αποτεφρώθηκε ολόκληρο, αλλά σύντομα αναγεννήθηκε από την τέφρα με τη συνδρομή των προεστών Παγκρατίου, Ανθίμου, Παρθενίου και Ανανίου και επί ηγουμενίας Δοσιθέου. 

Η νέα μονή, η οποία ανακαινίστηκε εκ θεμελίων το 1754, είναι τριώροφη με εσωτερική αυλή. Στο κέντρο δεσπόζει το καθολικό της μονής αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Ο ναός είναι ρυθμού βασιλικής με τρούλο και εικονογραφημένος με τοιχογραφίες εξαίρετης τέχνης διά χειρός του ζωγράφου Παναγιώτου από τα Ιωάννινα κατά τα έτη 1762 – 1768. Οι τοιχογραφίες είναι επηρεασμένες από την Κρητική Σχολή και διακρίνονται για την εκφραστικότητα και τη ζωντάνιά τους. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο Παντοκράτορας, ενώ αξιομνημόνευτος είναι και ο αγιορείτικης τεχνοτροπίας μεγάλος ξύλινος πολυέλαιος, ο οποίος στολίζεται με μικρές εικόνες εξαιρετικής τέχνης. Ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται επίσης από το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο που κοσμεί το καθολικό της μονής. Το τέμπλο φιλοτεχνήθηκε το 1762, χρυσώθηκε το 1768 και φέρει εικόνες και παραστάσεις από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, διπλό δωδεκάορτο και το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου. Ανάμεσα στα κειμήλια της μονής περιλαμβάνονται λειψανοθήκες με ιερά λείψανα των Αγίων Γεωργίου, Παντελεήμονος, Βλασίου, Παρασκευής, Μαρίνης και Θεοδώρου, αλλά και άμφια, χειρόγραφοι κώδικες, έγγραφα και παλαιά βιβλία. Γύρω από το καθολικό βρίσκονται τα διώροφα ή τριώροφα κελιά με ξύλινα πατώματα και κάγκελα συνεχόμενα με κεραμιδένιο στέγαστρο, ενώ στη δυτική πλευρά των κελιών υψώνεται το κωδωνοστάσιο. Από το μπαλκόνι της μονής ο επισκέπτης απολαμβάνει τη θαυμάσια θέα στο αλπικό και μαγευτικό τοπίο της τεχνητής λίμνης «Δόξα», ενώ έχει και τη δυνατότητα να γευθεί το παραδοσιακό γλυκό τριαντάφυλλο, το οποίο παρασκευάζεται με ιδιαίτερη επιμέλεια στη μονή. 

Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Φενεού έπαιξε σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στην επανάσταση του 1821, αφού αποτέλεσε την έδρα της Φιλικής Εταιρείας επί ηγουμενίας Ναθαναήλ και με τη συνδρομή των ηγουμένων από γειτονικές μονές. Έτσι μετά τα Ορλωφικά (1770) αλλεπάλληλες δωρεές πλουσίων κατοίκων της περιοχής, αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου κατέστησαν το μοναστήρι παραμονές της Επαναστάσεως του 1821 ως μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, γεγονός που βοήθησε αποφασιστικά στη συνέχεια στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Παράλληλα η μονή την περίοδο αυτή αριθμούσε πολλούς μοναχούς, μεταξύ δε αυτών ήταν και αρκετοί μορφωμένοι. Οι μοναχοί συντηρούσαν τις φτωχές οικογένειες, ενώ φρόντιζαν και για τη μόρφωση των νέων, ώστε να αποκτήσουν εθνική και θρησκευτική συνείδηση. Γι’ αυτό τον λόγο αποτέλεσε το κέντρο της ορεινής Κορινθίας για την Επανάσταση, έχοντας πάντοτε τρεις οπλοφόρους μοναχούς, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης χρησιμοποίησε τη μονή του Αγίου Γεωργίου ως βάση και ορμητήριο του, όπως αναφέρει και ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του. Εδώ εξεφώνησε μάλιστα και τον περίφημο εκείνο λόγο με τον τίτλο «τσεκούρι και φωτιά εις τους προσκυνημένους», με τον οποίο προσπάθησε να αποτρέψει την υποχώρηση και τον συμβιβασμό αρκετών Ελλήνων με τον Τούρκο δυνάστη. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας λειτούργησε στο μοναστήρι «Κρυφό Σχολειό», το οποίο βρίσκεται στη δυτική πλευρά του καθολικού και πίσω από τον νάρθηκα και μέχρι σήμερα αποτελεί αξιοθέατο για τον επισκέπτη και προσκυνητή της μονής. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και τη δημιουργία κράτους, η μονή του Αγίου Γεωργίου μαζί και με άλλα μοναστήρια της περιοχής πήραν την απόφαση να προσφέρουν το απαραίτητο εκείνο ποσό για την ίδρυση και λειτουργία Ελληνομουσείου (σχολείου) στην Κόρινθο για τη μόρφωση των ελληνόπουλων. Κατά τα νεώτερα χρόνια και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου το μοναστήρι έπεσε σε παρακμή, αφού μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και όλοι σχεδόν οι μοναχοί σφαγιάσθηκαν. 

 Το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Φενεού δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να γνωρίσει και να απολαύσει τις φυσικές ομορφιές της ευρύτερης περιοχής με τα γραφικά ορεινά χωριά Γκούρα (πατρίδα του Οπλαρχηγού της Επαναστάσεως Νικολάου Γκούρα), Στενό, Φενεός, Πανόραμα, Μεσινό, Μοσιά, Ταρσός και Μάτι που διαθέτουν παραδοσιακά πέτρινα σπίτια και όμορφες πλατείες. Έχει επίσης τη δυνατότητα να επισκεφθεί την περίφημη λίμνη της Στυμφαλίας με την πλούσια ορνιθοπανίδα της και το ορεινό χωριό Τρίκαλα, το ονομαστό θέρετρο της ορεινής Κορινθίας και την πατρίδα της αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι από την ονομαστή αυτή οικογένεια, η οποία έλκει την καταγωγή της από την Κωνσταντινούπολη, προήλθαν δύο επιφανείς άγιοι της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Γεράσιμος Νοταράς, ο πολιούχος και προστάτης άγιος της Κεφαλονιάς, που εκοιμήθη στο νησί το 1579, και ο Άγιος Μακάριος Νοταράς Επίσκοπος Κορίνθου, που εκοιμήθη στη Χίο το 1805 και έμεινε γνωστός από το κίνημα των «Κολλυβάδων». 

 Σε μια εποχή, όπου κυριαρχεί ο υλιστικός και τεχνοκρατικός τρόπος ζωής και σκέψης, η τόσο προικισμένη από τη φύση ορεινή περιοχή του Φενεού Κορινθίας με το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου προσφέρει στον επισκέπτη, που εμπνέεται από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου και τον πλούτο του ελληνορθόδοξου πολιτισμού την πρωτόγονη και παρθένα εκείνη ομορφιά και γαλήνη που αναζητά ολοένα και περισσότερο ο κουρασμένος από το άγχος και την καθημερινότητα άνθρωπος του 21ου αιώνα.