26 Απριλίου, 2024

Η καμπάνα της Ανάστασης – Πασχαλινό διήγημα του Γιάννη Δ. Μπάρτζη

Ήταν ένα είδος άγραφου εθίμου στο χωριό μας και φάνταζε άθλος τρανός στα παιδικά μας όνειρα, το χαρμόσυνο χτύπημα της καμπάνας τη νύχτα της Ανάστα- σης. Εκείνα τα χρόνια -όχι και τόσο μακρινά- το έργο του κωδωνοκρούστη στις μικρές ενορίες της επαρχίας ήταν στα χέρια των παιδιών και των εφήβων. Από μικρή

ηλικία όλοι γνωρίζαμε τη συνθηματική γλώσ- σα της καμπάνας και πρόθυμα τρέχαμε, τρα- βώντας το μακρύ σχοινί της, να της δώσουμε πνοή, να ακουστεί στα πέρατα το ηχηρό της κάλεσμα για λειτουργίες και τελετές, για κη- δεία, για πυρκαγιά, για συγκέντρωση στην πλατεία και για ό,τι έκτακτο μπορούσε να τα- ράξει την υπαίθρια γαλήνη μας. Ιδιαίτερα στις ημέρες του Πάσχα το καμπαναριό ήταν στις δόξες του. Η καμπάνα του χωριού συμμετείχε οργανικά στην ανάμνηση του θείου δράματος και με τη μαγεία των ήχων της έμπαζε τις ψυχές μας στην υποβλητική ατμόσφαιρα της Εβδομάδας των Παθών.
Τη Μεγάλη Παρασκευή δε σταματούσε να μυρώνει την ατμόσφαιρα με τον δικό της
Επιτάφιο Θρήνο. Απ’ το πρωί αχάραγα ίσαμε τα μεσάνυχτα που θα τελείωνε η λιτανεία της περιφοράς, το σκοινί της ρόζιαζε τα χέρια μας. Αυτός ο πένθιμος ρυθμός, νταααν…νταααν! νταααν… νταααν! νταααν…
νταααν! μονότονος, βαρύθυμος, διαρκής, ώρες ατελείωτες φόρτιζε τον αέρα που
αναπνέαμε με μιαν άφατη θλίψη.
Κι εμείς σπρωχνόμαστε και γκρινιάζαμε αναμεταξύ μας ποιος θα τη χτυπήσει
περισσότερο· διαγωνιζόμαστε ποιος θα την κάνει να ηχήσει πιο εκφραστικά, πιο
πένθιμα· μαλώναμε και γελάγαμε και βριζόμαστε μες στην ορμή του ανταγωνισμού
μας. Στον αυλόγυρο εκεί της εκκλησιάς κάτω από το πέτρινο καμπαναριό,
ξετυλιγόταν ο δυναμισμός μας, ωρίμαζε η ευαισθησία μας, μέστωνε εντός μας το
φιλότιμο και κονταροχτυπιόντανε η αθωότητα με τη ζωντάνια μας.

Όμως, τη νύχτα της Λαμπρής, η διεκδίκηση πρωτιάς στον αναστάσιμο καμπα-
νισμό ξεπέρναγε τα όρια κάθε επιτρεπτής μεθόδευσης. Εκείνος που θα ηχούσε πρώ-
τος το βροντώδες κάλεσμα στη γιορτή της Ανάστασης, αυτός που θα ξυπνούσε πρώ-
τος το χωριό με γιγάντιες νότες μετάλλινης χαράς, θα συζητιόταν για πολλές ημέρες

σαν τοπικός μας ήρωας. Θα άκουγε εγκώμια από τους γέροντες, θα τον παινεύανε οι
μεγάλοι, θα τον ζήλευαν τα παιδιά, θα τον κρυφόδειχναν τα κορίτσια… «Και του
χρόνου πάλι απ’ τα χέρια σου!» θα του λέγανε δεκάδες στόματα. Ήταν για το χωριό
μας κάτι σαν τον πρωτοβουτηχτή, που πιάνει τον Σταυρό τα Θεοφάνεια σε άλλους
τόπους πιο ευλογημένους, που έχουνε θάλασσες, λίμνες και ποταμούς. Πού τέτοιες
χάρες το ξεροβούνι μας!…
Όλο το μυστικό για την επιτυχία του αναστάσιμου κωδωνοκρούστη βρισκόταν
στην παρακολούθηση των νυχτερινών κινήσεων του παπα-Μήτσου. Το βράδυ του
Μεγάλου Σαββάτου ξαπλώναμε όλοι νωρίς να κοιμηθούμε. Το χτύπημα της
καμπάνας, απότομο μες στην απόλυτη σιωπή, δυνατό, ασυγκράτητο, ηχηρό, θα
τρύπωνε με χαρούμενη βία στα φτωχικά μας και θα μας έβγαζε από τη γλυκιά
θαλπωρή του Μορφέα. Με τον χτύπο της ξυπνούσαν όλες οι φαμελιές κι έπαιρναν
ζωή τα στενά μας σοκάκια. Καλοντυμένα πρόσωπα, φωτισμένα χαμόγελα και παιδικά
χασμουρητά, με προπομπούς τους μεγαλύτερους με λαμπάδες στα χέρια και κεριά,
κατευθυνόμαστε γοργά προς την εκκλησία. Και η καμπάνα να λαλεί συνέχεια το
προσκάλεσμα στη θεϊκή χαρά. Να γιατί λογιάζονταν ήρωας, αυτός που σήκωνε στο
πόδι το χωριό και πλούμιζε με ήχους από το καμπαναριό ψηλά όλο αυτό το πανηγύρι.
Αν ήθελες να τύχεις τέτοια μοναδική καταξίωση, έπρεπε να μείνεις ξυπνητός
τη νύχτα της Ανάστασης και να κατασκοπεύεις το σπίτι του παπά ή του
καντηλανάφτη. Οι δυο τους είχαν τα κλειδιά και άνοιγαν την εκκλησία. Το πιο
σίγουρο βέβαια ήταν το σπίτι του παπά, αφού χωρίς αυτόν λειτουργία δε γίνεται.
Μόλις άναβε η λάμπα και φώτιζε η κάμαρα του παπα-Μήτσου, ακούγονταν
νεανικές φωνές από τους γύρω θάμνους: «Να χτυπήσουμε, παππούλη;» «Ορμάτε,
παιδιά!» έβγαινε πίσω απ’ το παράθυρο με ύφος στρατηγού η εντολή. «Ξυπνάτε τους
όλους! Πάμε για Ανάσταση!»

Άρχιζαν τότε τα τρεξίματα και οι τρικλοποδιές κι έμπαιναν σε εφαρμογή ποι-
κίλες και πρωτότυπες -αθέμιτες- εμπνεύσεις, που θα έφερναν τον έναν -τον πιο επι-
τήδειο- πρώτο στις σκάλες του καμπαναριού.

Μια χρονιά όμως ο Αντώνης της Κονταράκαινας, ο επονομαζόμενος «Κεφά-
λας», θέλησε να εξασφαλίσει για λογαριασμό του την υψηλή τιμή του αναστάσιμου

καμπανισμού. Και το σιγούρεψε με τρόπο πράγματι πρωτότυπο, αν και καθόλου

έντιμο. Το προηγούμενο Πάσχα είχε καταφέρει να μείνει ξάγρυπνος και ξεροστάλια-
σε νυχτιάτικα κάτω απ’ το παράθυρο του παπα-Μήτσου, αλλά κάποιοι του έκαναν

ζαβολιά και τον έβγαλαν από τον αγώνα. Είχαν τεντώσει ένα σύρμα στο μονοπάτι
που έτρεχε. Κουτρουβαλιάστηκε, τσακίστηκε και λίγο έλειψε να κάνει Λαμπρή στο
κρεβάτι. Είχε άγιο -που λένε-, μα την πρωτιά της καμπάνας τού την άρπαξε άλλος.
Ο Αντώνης έμεινε ξύπνιος πάλι την επόμενη χρονιά, αλλά δεν πήγε κατά του
παπά το σπίτι. Ούτε έξω απ’ του καντηλανάφτη κρυφοφύλαξε. Στήθηκε μόνος κάτω
απ’ το καμπαναριό και περίμενε. Κόντευε μάλιστα να πάρει έναν υπνάκο, όταν
έφτασε ασθμαίνοντας ο πρώτος επίδοξος κωδωνοκρούστης. Ατάραχος ο Αντώνης τον
άφησε να ανέβει ξέπνοος τα σαράντα σκαλιά, ενώ ένα σαρδόνιο χαμόγελο χαράχτηκε
στο πρόσωπό του.

«Δεν υπάρχει γλωσσίδι! Πού είναι το γλωσσίδι;» ακουγόταν από ψηλά η αγα-
νακτισμένη διαμαρτυρία. Σε λίγο κατέφτασαν κι άλλοι «δρομείς». Πιστεύοντας κα-
θένας τους ότι θα τύχει την πρωτιά, έτρεχαν ως επάνω, ώσπου στοιβάχτηκαν όλοι

στο στενό κεφαλόσκαλο. Όταν κατάλαβαν ποια ήταν η αιτία της καθυστέρησης του
χαρμόσυνου χτύπου, άρχισαν ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι τριγύρω στα τοιχώματα
και στα σκαλιά, μήπως βρεθεί το χαμένο σιδερικό.

Ώσπου έφτασε κι ο παπα-Μήτσος με τον καντηλανάφτη. «Ακόμα να χτυπήσε-
τε; Περνάει η ώρα! Βαράτε τη! Βαράτε τη, ευλογημένοι!» Κόντεψε να πάθει εγκεφα-
λικό ο αγαθός ιερέας, σαν άκουσε το κακό που βρήκε το χωριό! Σταυροκοπιόταν και

μουρμούριζε προσευχές, προτού ν’ αποφασίσει τι θα ’πρεπε να κάνει σ’ αυτή την
κρίσιμη στιγμή. Τα παιδαρέλια σιωπούσαν ταραγμένα.
Τότε ο Αντώνης ο «Κεφάλας» έλυσε την αινιγματική σιωπή του. «Πες τους,
παππούλη, να κατέβουν όλοι κάτω και να μπούνε στην εκκλησιά. Την καμπάνα θα τη

χτυπήσω εγώ φέτος!» «Τι είν’ αυτά που λες, Αντωνάκη, παιδί μου;» απόρησε ο καη-
μένος ο παπα-Μήτσος. «Αφού σου λένε ότι πάει το γλωσσίδι. Χάθηκε! Πήρε ο θεός

το πρόσωπό του από πάνω μας!» «Εγώ το πήρα το γλωσσίδι, παππούλη!» ομολόγησε
ο Αντώνης με καμάρι. «Πού το ’χεις, ευλογημένε! Φέρ’ το γρήγορα να σημάνουμε
Ανάσταση!» φρύαξε αγανακτισμένος μα και με κάποιαν ανακούφιση ο παπάς μας.
«Το ’χω κρύψει ψηλά στον Καμίκο», είπε, δείχνοντας με το χέρι του ο Αντώνης την
κορυφή του βραχόλοφου, που ορθωνόταν στα βόρεια του χωριού.
Κάποιοι κινήθηκαν καταπάνω του με άγριες διαθέσεις. Εκείνος ατρόμητος

φώναξε στον παπά: «Πες τους να μη με αγγίξουν, παππούλη, γιατί δε θα σας φανε-
ρώσω ποτέ το γλωσσίδι!… Αφήστε με ήσυχο να πάω να το φέρω». Ο παπα-Μήτσος

σταυροκοπήθηκε και παρακάλεσε τ’ άλλα παιδιά να κάνουν στην άκρη. «Τρέξτε»,

τους είπε, «να ειδοποιήσετε τους ψάλτες κι όσους νοικοκυραίους μπορείτε. Χτυπή-
στε τις πόρτες και φωνάξτε στους δρόμους “Ανάσταση! Ανάσταση!” Τρέξτε, παιδιά

μου, γιατί θα ’ρθει το ξημέρωμα κι εμείς δε θα ’χουμε αναστήσει ακόμα τον Κύριο!»
Πάνω στην ώρα ήρθαν κι η παπαδιά με τις κόρες της, η γυναίκα του
καντηλανάφτη και καναδυό ενορίτισσες που άκουσαν τη φασαρία και ξύπνησαν. Ο
Αντώνης έγινε καπνός και οι άλλοι μπήκανε στον ναό να ετοιμάσουν τη λειτουργία.
Ο παπα-Μήτσος δεν μπορούσε να περιμένει περισσότερο. Με τους λίγους που
άρχισαν να καταφτάνουν ξεκίνησε όπως όπως, προσπαθώντας να πνίξει τη οργή και
το θυμό του. Όσο και να το καθυστερούσε όμως, πλησίαζε η στιγμή για το «Δεύτε,
λάβετε φως…». Κι ύστερα θα έβγαιναν στο προαύλιο για το «Χριστός ανέστη».
«Μα, γιατί αργεί τόσο;» αναρωτιόταν. Κι όλο έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια τροπάρια,
μήπως και έρθουν περισσότεροι χωριανοί.
Ξαφνικά μια βουερή θύελλα χαλκών ήχων συνεπήρε την πλάση. Ο Αντώνης
θαυματουργούσε από την κορυφή του καμπαναριού και αχολογούσε η οικουμένη τη
χαρά της Ανάστασης! Ο παπα-Μήτσος δάκρυσε από το κύμα ανακούφισης που
πλημμύρισε το είναι του. «Επιτέλους! Επιτέλους! Σήμανε!»
Έδωσε εντολή στα παιδιά με τα λάβαρα και τον σταυρό να κινήσουν προς την
έξοδο του ναού. Ξοπίσω ακολούθησε όλο το εκκλησίασμα με τις λαμπάδες
αναμμένες και με πλατιά χαμόγελα στα πρόσωπα. Από τους γύρω δρόμους
συνέρρεαν μπουλούκια γιορτινά οι αργοπορημένοι χωριανοί. Σε λίγα μόνο λεπτά το
προαύλιο της Παναγίας γέμισε ασφυκτικά από κόσμο. Και το αντιλάλημα της
καμπάνας, που δε σταμάταγε ούτε στιγμή, θαρρείς και έψελνε μαζί με τον παπά και
τους ψαλτάδες:
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος».